Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
agile /ˈædʒ.aɪl/ = ADJECTIVE: ευκίνητος, εύστροφος; USER: ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη

GT GD C H L M O
aka /ˌeɪ.keɪˈeɪ/ = USER: γνωστός και ως, γνωστός, aka, γνωστός και, γνωστή και ως

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
apr /ˌeɪ.piˈɑːr/ = USER: Απρίλιος, Απρίλιο, Απρ, Απρίλης, Απρ."

GT GD C H L M O
april /ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος; USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ

GT GD C H L M O
articles /ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα; USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
atm /ˌeɪ.tiːˈem/ = ABBREVIATION: ΑΤΜ, Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή; USER: ATM, ΑΤΜ, ατμόσφαιρες, Μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, ατμοσφαιρών

GT GD C H L M O
automation /ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός; USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό

GT GD C H L M O
avoid /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
bright /braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής; USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
center /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
channels /ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός; VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω; USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων

GT GD C H L M O
clients /ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες

GT GD C H L M O
com /ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ

GT GD C H L M O
consultancy /kənˈsʌl.tən.si/ = USER: συμβουλών, συμβούλων, συμβουλευτικές υπηρεσίες, συμβουλευτικές, παροχή συμβουλών

GT GD C H L M O
consultant /kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας; USER: σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων

GT GD C H L M O
consulting /kənˈsʌl.tɪŋ/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: συμβουλευτικές, διαβούλευση, συμβούλων, συμβουλών, διαβούλευση με

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
crm = USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ

GT GD C H L M O
customer /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης; USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
deloitte = USER: Deloitte, της Deloitte, η Deloitte, την Deloitte, εταιρεία Deloitte,

GT GD C H L M O
digital /ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός; USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
dramatically /drəˈmæt.ɪ.kəl.i/ = USER: δραματικά, εντυπωσιακά, δραστικά, θεαματικά, σημαντικά

GT GD C H L M O
dynamics /daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική; USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
excellence /ˈek.səl.əns/ = NOUN: υπεροχή; USER: υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, τελειότητα

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experienced /ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος; USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
fusion /ˈfjuː.ʒən/ = NOUN: συγχώνευση, τήξη, ένωση, χώνευση; USER: συγχώνευση, τήξη, σύντηξης, Fusion, σύντηξη

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
guy /ɡaɪ/ = NOUN: άνθρωπος, καλώδιο, φαιδρός; VERB: κοροϊδεύω; USER: άνθρωπος, τύπος, τύπο, ο τύπος, άντρας

GT GD C H L M O
happens /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
helps /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
increasing /ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
issues /ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος; VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που

GT GD C H L M O
jul /dʒʊˈlaɪ/ = USER: Ιούλιος, Ιούλιο, Ιουλ, Ιούλης, Ιούλ

GT GD C H L M O
kingdom /ˈkɪŋ.dəm/ = NOUN: βασίλειο, βασιλεία του θεού; USER: βασίλειο, Βασιλείου, βασιλεία, Kingdom, βασίλειό

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
lead /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
leads /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται

GT GD C H L M O
loyalty /ˈlɔɪ.əl.ti/ = NOUN: πίστη, αφοσίωση, νομιμοφρωσύνη; USER: αφοσίωση, πίστη, πίστης, εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
media /ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης; USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
mos

GT GD C H L M O
ms /miz/ = USER: ms, κράτη μέλη, Μισισιπής, ΚΜ, κρατών μελών

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
november /nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος; USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
oracle /ˈɒr.ə.kl̩/ = NOUN: μαντείο, χρησμός, χρησμός μαντείου; USER: μαντείο, χρησμός, Oracle, χρησμό, μαντείου

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
packages /ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα; VERB: πακετάρω; USER: πακέτα, συσκευασίες, πακέτων, συσκευασιών, δεμάτων

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
partner /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο

GT GD C H L M O
personable /ˈpərsənəbəl/ = ADJECTIVE: ευπαρουσίαστος, χαριείς; USER: ευπαρουσίαστος, ευπαρουσίαστο, personable, εγκάρδιος, προσωπικός

GT GD C H L M O
practice /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
principal /ˈprɪn.sɪ.pəl/ = NOUN: κύριος, κεφάλαιο, εντολέας, αρχικό κεφάλαιο, διευθυντής, σχολάρχης, αυτουργός, αρχηγός, διευθυντής σχολείου; ADJECTIVE: κυριότερος, συμβαλλόμενος, πρωταίτιος; USER: κύριος, κεφάλαιο, κυριότερος, εντολέας, κύρια

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
profits /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδη; USER: κέρδη, κερδών, τα κέρδη, των κερδών, κέρδος

GT GD C H L M O
programmes /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
providing /prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει

GT GD C H L M O
rapid /ˈræp.ɪd/ = ADJECTIVE: ταχύς, γρήγορος; USER: ταχύς, ταχεία, ταχείας, γρήγορη, την ταχεία

GT GD C H L M O
rated /ˌtɒpˈreɪ.tɪd/ = VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: βαθμολογία, αξιολογηθεί, έχει αξιολογηθεί, βαθμολογηθεί, βαθμολόγησαν

GT GD C H L M O
recommendations /ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα; USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που

GT GD C H L M O
reduce /rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω; USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
revenues /ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος; USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από

GT GD C H L M O
robotic /rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές

GT GD C H L M O
robotics /rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική; USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική

GT GD C H L M O
roi = USER: roi, ΑΤΕ, απόδοση της επένδυσης, ρουά, απόδοση της επένδυσής

GT GD C H L M O
rpa

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
salesforce = USER: πωλητών, salesforce, προσωπικό πωλήσεων, Προώθησης Πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων αλλά

GT GD C H L M O
sap /sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος; VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω; USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
siebel = USER: Siebel, της Siebel, το Siebel, Siebel στο, της Siebel στο,

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
software /ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό; USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
tenacious /təˈneɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: επίμονος, σφιχτός, ανυποχώρητος, συγκρατητικός, συνεκτικός; USER: επίμονος, ανυποχώρητος, σφιχτός, επίμονες, επίμονη

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
throughout /θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση; USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
top /tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα; ADJECTIVE: ανώτατος; VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή

GT GD C H L M O
traditional /trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος; USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές

GT GD C H L M O
transform /trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω; USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν

GT GD C H L M O
united /jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος; USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη

GT GD C H L M O
vertical /ˈvɜː.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κατακόρυφος, κάθετος; USER: κατακόρυφος, κάθετος, κάθετη, κατακόρυφο, κατακόρυφη

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
vp /ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
worlds /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμους, κόσμοι, κόσμων, worlds, κόσμο

GT GD C H L M O
yrs = USER: ετών, yrs, έτη, χρ.

140 words