Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
agile
/ˈædʒ.aɪl/ = ADJECTIVE: ευκίνητος, εύστροφος;
USER: ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευκίνητη
GT
GD
C
H
L
M
O
aka
/ˌeɪ.keɪˈeɪ/ = USER: γνωστός και ως, γνωστός, aka, γνωστός και, γνωστή και ως
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
analytics
/ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
apr
/ˌeɪ.piˈɑːr/ = USER: Απρίλιος, Απρίλιο, Απρ, Απρίλης, Απρ."
GT
GD
C
H
L
M
O
april
/ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος;
USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
GT
GD
C
H
L
M
O
articles
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
associated
/əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
atm
/ˌeɪ.tiːˈem/ = ABBREVIATION: ΑΤΜ, Αυτόματη Ταμειολογιστική Μηχανή;
USER: ATM, ΑΤΜ, ατμόσφαιρες, Μηχάνημα αυτόματης ανάληψης, ατμοσφαιρών
GT
GD
C
H
L
M
O
automation
/ˈɔː.tə.meɪt/ = NOUN: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός;
USER: αυτοματοποίηση, αυτοματισμός, αυτοματισμού, αυτοματοποίησης, αυτοματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
bright
/braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής;
USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
center
/ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο;
VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω;
USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
channels
/ˈtʃæn.əl/ = NOUN: κανάλι, δίαυλος, μέσο, αγωγός, αυλάκι, πορθμός;
VERB: αυλακώνω, μεταφέρω, διοχετεύω;
USER: κανάλια, καναλιών, τα κανάλια, διαύλους, διαύλων
GT
GD
C
H
L
M
O
clients
/ˈklaɪ.ənt/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, πελατών, τους πελάτες, στους πελάτες, οι πελάτες
GT
GD
C
H
L
M
O
com
/ˌdɒtˈkɒm/ = USER: com, gr Το, ΚΟΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
consultancy
/kənˈsʌl.tən.si/ = USER: συμβουλών, συμβούλων, συμβουλευτικές υπηρεσίες, συμβουλευτικές, παροχή συμβουλών
GT
GD
C
H
L
M
O
consultant
/kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας;
USER: σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων
GT
GD
C
H
L
M
O
consulting
/kənˈsʌl.tɪŋ/ = VERB: συμβουλεύομαι, συσκέπτομαι, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: συμβουλευτικές, διαβούλευση, συμβούλων, συμβουλών, διαβούλευση με
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
crm
= USER: CRM, crm Στην, ΣΔΔ
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
delivery
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
deloitte
= USER: Deloitte, της Deloitte, η Deloitte, την Deloitte, εταιρεία Deloitte,
GT
GD
C
H
L
M
O
digital
/ˈdɪdʒ.ɪ.təl/ = ADJECTIVE: ψηφιακό, ψηφιακός;
USER: ψηφιακό, ψηφιακός, ψηφιακή, ψηφιακής, ψηφιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
dramatically
/drəˈmæt.ɪ.kəl.i/ = USER: δραματικά, εντυπωσιακά, δραστικά, θεαματικά, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
dynamics
/daɪˈnæm.ɪks/ = NOUN: δυναμική;
USER: δυναμική, δυναμικής, δυναμικές, δυναμική της, τη δυναμική
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
excellence
/ˈek.səl.əns/ = NOUN: υπεροχή;
USER: υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, τελειότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
experienced
/ikˈspi(ə)rēəns/ = ADJECTIVE: έμπειρος, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, πεπειραμένος, έμπειρους, έμπειρο, έμπειροι
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
fun
/fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο;
USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fusion
/ˈfjuː.ʒən/ = NOUN: συγχώνευση, τήξη, ένωση, χώνευση;
USER: συγχώνευση, τήξη, σύντηξης, Fusion, σύντηξη
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
guy
/ɡaɪ/ = NOUN: άνθρωπος, καλώδιο, φαιδρός;
VERB: κοροϊδεύω;
USER: άνθρωπος, τύπος, τύπο, ο τύπος, άντρας
GT
GD
C
H
L
M
O
happens
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
happy
/ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος;
USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
helps
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
increasing
/ɪnˈkriːs/ = VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, την αύξηση της, αύξηση της, την αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
integration
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση;
USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issues
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, τα ζητήματα, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
jul
/dʒʊˈlaɪ/ = USER: Ιούλιος, Ιούλιο, Ιουλ, Ιούλης, Ιούλ
GT
GD
C
H
L
M
O
kingdom
/ˈkɪŋ.dəm/ = NOUN: βασίλειο, βασιλεία του θεού;
USER: βασίλειο, Βασιλείου, βασιλεία, Kingdom, βασίλειό
GT
GD
C
H
L
M
O
largest
/lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
lead
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγήσει, να οδηγήσει, οδηγούν, οδηγήσουν, οδηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
leads
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
loyalty
/ˈlɔɪ.əl.ti/ = NOUN: πίστη, αφοσίωση, νομιμοφρωσύνη;
USER: αφοσίωση, πίστη, πίστης, εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
managed
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
mos
GT
GD
C
H
L
M
O
ms
/miz/ = USER: ms, κράτη μέλη, Μισισιπής, ΚΜ, κρατών μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
november
/nəʊˈvem.bər/ = NOUN: Νοέμβριος;
USER: Νοέμβριος, Νοέμ., Νοέμβρης, Νοέμβριο, Νοέμ
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
oracle
/ˈɒr.ə.kl̩/ = NOUN: μαντείο, χρησμός, χρησμός μαντείου;
USER: μαντείο, χρησμός, Oracle, χρησμό, μαντείου
GT
GD
C
H
L
M
O
organization
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
packages
/ˈpæk.ɪdʒ/ = NOUN: συσκευασία, πακέτο, δέμα, πακετάρισμα;
VERB: πακετάρω;
USER: πακέτα, συσκευασίες, πακέτων, συσκευασιών, δεμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
partner
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, εταίρους, εταίρο
GT
GD
C
H
L
M
O
personable
/ˈpərsənəbəl/ = ADJECTIVE: ευπαρουσίαστος, χαριείς;
USER: ευπαρουσίαστος, ευπαρουσίαστο, personable, εγκάρδιος, προσωπικός
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
principal
/ˈprɪn.sɪ.pəl/ = NOUN: κύριος, κεφάλαιο, εντολέας, αρχικό κεφάλαιο, διευθυντής, σχολάρχης, αυτουργός, αρχηγός, διευθυντής σχολείου;
ADJECTIVE: κυριότερος, συμβαλλόμενος, πρωταίτιος;
USER: κύριος, κεφάλαιο, κυριότερος, εντολέας, κύρια
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
profits
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδη;
USER: κέρδη, κερδών, τα κέρδη, των κερδών, κέρδος
GT
GD
C
H
L
M
O
programmes
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: προγράμματα, προγραμμάτων, τα προγράμματα, των προγραμμάτων, προγράμματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
providing
/prəˈvaɪd/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, την παροχή, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
rapid
/ˈræp.ɪd/ = ADJECTIVE: ταχύς, γρήγορος;
USER: ταχύς, ταχεία, ταχείας, γρήγορη, την ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
rated
/ˌtɒpˈreɪ.tɪd/ = VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: βαθμολογία, αξιολογηθεί, έχει αξιολογηθεί, βαθμολογηθεί, βαθμολόγησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
recommendations
/ˌrek.ə.menˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: σύσταση, ευχή, προτέρημα;
USER: συστάσεις, προτάσεις, συστάσεων, τις συστάσεις, συστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
reduce
/rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω;
USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
revenues
/ˈrev.ən.juː/ = NOUN: πρόσοδος;
USER: έσοδα, τα έσοδα, εσόδων, των εσόδων, έσοδα από
GT
GD
C
H
L
M
O
robotic
/rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
roi
= USER: roi, ΑΤΕ, απόδοση της επένδυσης, ρουά, απόδοση της επένδυσής
GT
GD
C
H
L
M
O
rpa
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
salesforce
= USER: πωλητών, salesforce, προσωπικό πωλήσεων, Προώθησης Πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων αλλά
GT
GD
C
H
L
M
O
sap
/sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος;
VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω;
USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP
GT
GD
C
H
L
M
O
senior
/ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος;
NOUN: πρεσβύτερος;
USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
share
/ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές;
VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
siebel
= USER: Siebel, της Siebel, το Siebel, Siebel στο, της Siebel στο,
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
team
/tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων;
ADJECTIVE: ομαδικός;
USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
technical
/ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
tenacious
/təˈneɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: επίμονος, σφιχτός, ανυποχώρητος, συγκρατητικός, συνεκτικός;
USER: επίμονος, ανυποχώρητος, σφιχτός, επίμονες, επίμονη
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
throughout
/θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση;
USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
top
/tɒp/ = NOUN: κορυφή, πάνω, σβούρα, σκέπασμα;
ADJECTIVE: ανώτατος;
VERB: σκεπάζω, υπερβάλω;
USER: κορυφή, πάνω, τοπ, κορυφαία, αρχή
GT
GD
C
H
L
M
O
traditional
/trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος;
USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
transform
/trænsˈfɔːm/ = VERB: μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταμορφώ, μεταμορφώνω;
USER: μετασχηματισμό, μετατρέπουν, μετατρέψει, μετατροπή, μετατρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
united
/jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος;
USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
vertical
/ˈvɜː.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κατακόρυφος, κάθετος;
USER: κατακόρυφος, κάθετος, κάθετη, κατακόρυφο, κατακόρυφη
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
vp
/ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
worlds
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμους, κόσμοι, κόσμων, worlds, κόσμο
GT
GD
C
H
L
M
O
yrs
= USER: ετών, yrs, έτη, χρ.
140 words